ξηροβατικός

ξηροβατικός
ξηρο-βᾰτικός, ή, όν,
A walking on dry ground, of land-animals, opp. ἔνυδρος, Pl.Plt.264d ; of birds, Arist.HA559a20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξηροβατικός — ή, ό (Α ξηροβατικός, ή, όν) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηροβατικά ζωολ. παλαιότερη ονομασία τών ωδικών πτηνών αρχ. (για χερσαία ζώα) αυτός που έχει την ιδιότητα να βαδίζει στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + βατικός (< βάτης < βαίνω),… …   Dictionary of Greek

  • ξηροβατικά — ξηροβατικός walking on dry ground neut nom/voc/acc pl ξηροβατικά̱ , ξηροβατικός walking on dry ground fem nom/voc/acc dual ξηροβατικά̱ , ξηροβατικός walking on dry ground fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροβατικῶν — ξηροβατικός walking on dry ground fem gen pl ξηροβατικός walking on dry ground masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροβατικόν — ξηροβατικός walking on dry ground masc acc sg ξηροβατικός walking on dry ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”